αδιαβόλευτος

αδιαβόλευτος
-η, -ο [διαβολεύω]
αυτός που δεν ξέρει ακόμη από διαβολιές, απονήρευτος, αγαθός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αδιαβόλευτος — η, ο απονήρευτος, αθώος: Είναι άνθρωπος του Θεού, άνθρωπος αδιαβόλευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”